συνοικισμός — living together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικισμός — ο, ΝΑ [συνοικίζω] νεοελλ. 1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός») 2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι 3. βιολ. η συνοίκηση αρχ. 1. γάμος, συνοικέσιο 2. ίδρυση πόλης ή χωριού 3. επανίδρυση … Dictionary of Greek
Συνοικισμός Κόντσικας — Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κόντσικας … Dictionary of Greek
Συνοικισμός Προσφύγων — Πεδινός οικισμός (115 κάτ., υψόμ. 90 μ.), στην επαρχία Λάρισας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αμυγδαλέας … Dictionary of Greek
Νέος Συνοικισμός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Άρτας … Dictionary of Greek
Νέος Συνοικισμός Λουτροτόπου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Άρτας … Dictionary of Greek
Βαρυμπόμπη — Συνοικισμός (υψόμ. 300μ.) του νομού Αττικής του νομού Αττικής, στις ΝΑ απολήξεις της Πάρνηθας, που αποτελεί τμήμα του δήμου Αχαρνών. Παλαιότερα αναφερόταν ως οικισμός … Dictionary of Greek
συνοικισμοῖς — συνοικισμός living together masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικισμοῦ — συνοικισμός living together masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικισμούς — συνοικισμός living together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)