συνοικισμός

συνοικισμός
ο
1. ίδρυση πόλης ή συνοικίας: Υπάρχει παράδοση ότι ο συνοικισμός των Αθηνών έγινε από το Θησέα.
2. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη: Μένει σε προσφυγικό συνοικισμό.
3. μικρό χωριό: Αγροτικός συνοικισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνοικισμός — living together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικισμός — ο, ΝΑ [συνοικίζω] νεοελλ. 1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός») 2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι 3. βιολ. η συνοίκηση αρχ. 1. γάμος, συνοικέσιο 2. ίδρυση πόλης ή χωριού 3. επανίδρυση …   Dictionary of Greek

  • Συνοικισμός Κόντσικας — Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κόντσικας …   Dictionary of Greek

  • Συνοικισμός Προσφύγων — Πεδινός οικισμός (115 κάτ., υψόμ. 90 μ.), στην επαρχία Λάρισας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αμυγδαλέας …   Dictionary of Greek

  • Νέος Συνοικισμός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Άρτας …   Dictionary of Greek

  • Νέος Συνοικισμός Λουτροτόπου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Άρτας …   Dictionary of Greek

  • Βαρυμπόμπη — Συνοικισμός (υψόμ. 300μ.) του νομού Αττικής του νομού Αττικής, στις ΝΑ απολήξεις της Πάρνηθας, που αποτελεί τμήμα του δήμου Αχαρνών. Παλαιότερα αναφερόταν ως οικισμός …   Dictionary of Greek

  • συνοικισμοῖς — συνοικισμός living together masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικισμοῦ — συνοικισμός living together masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικισμούς — συνοικισμός living together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”